αυτοσχέδιος

αυτοσχέδιος
-α, -ο (AM αὐτοσχέδιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος
αρχ.
(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ
(για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχέδιος — hand to hand masc nom sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — αυτοσχέδιος, α, ο και αυτοσχεδίαστος, η, ο αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενο σχέδιο, ο πρόχειρος: Η βόμβα ήταν αυτοσχέδια, γι αυτό και δεν έσκασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοσχεδίως — αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl (doric) αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδιον — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίων — αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίοις — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίου — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίους — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίῳ — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”